προσκεφαλαιοθήκη

προσκεφαλαιοθήκη
η наволо(ч)ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προσκεφαλαιοθήκη" в других словарях:

  • προσκεφαλαιοθήκη — και προσκεφαλοθήκη, η, Ν θήκη προσκέφαλου από ύφασμα, μαξιλαροθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφάλ(αι)ο + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»